μαρμίτα

μαρμίτα
η
1. μεγάλη μετάλλινη χύτρα μαγειρέματος με διπλό τοίχωμα και ερμητικό κάλυμμα
2. περίσσευμα φαγητού στο βάθος τής μαρμίτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marmite «χύτρα, λέβητας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”